(ΙΣΟΚΡ 7. Πίστις: §20–76)
Τέτοια λοιπόν ήταν η διάρθρωση του πολιτεύματος κατά την εποχή εκείνη. Είναι τώρα εύκολο από όσα εξέθεσα να συμπεράνη κανείς πόσον ορθές και πόσο νόμιμες ήσαν και οι καθημερινές τους ασχολίες, γιατί χωρίς άλλο εκείνοι που έχουν θέσει καλοθεμελιωμένες βάσεις για την όλη διοίκηση, θα εφαρμόζουν την ίδια τακτική και για τις λεπτομέρειες της ζωής.
Και πρώτα–πρώτα οι σχέσεις τους προς τους θεούς, γιατί από το σημείο αυτό είναι δίκαιο να κάνουμε αρχή, δεν παρουσίαζαν ανωμαλία και αταξία, ούτε όταν ήθελαν έστελναν για θυσία τριακόσια βόδια, ενώ άλλοτε παρέλειπαν όλως διόλου τις πατροπαράδοτες θυσίες, ούτε έδιναν τόνο μεγαλοπρεπείας στας «προσθέτους εορτάς» όπου ακολουθούσε πάνδημος ευωχία, ενώ στα αγιώτατα ιερά ανέθεταν τη θυσία σ' εκείνον που εμειοδοτούσε, αλλ' επρόσεχαν μόνο σ' αυτό, πώς δηλ. να μην ξεφύγουν ούτε στο παραμικρό από τα πατροπαράδοτα, ούτε και να προσθέσουν τίποτα έξω από τις συνήθειές τους και τις δοξασίες τους. Γιατί δεν είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η ευσέβεια έγκειται στην πολυτέλεια, αλλά στο να μη μεταβάλλουν τίποτε από εκείνα που τους παρέδωσαν οι πρόγονοί τους. Έτσι και οι θεοί με συνέπεια και περίσκεψη ρύθμιζαν την εύνοιά τους προς τους ανθρώπους και όπως ταίριαζε έδιναν τον κατάλληλο καιρό τόσο για την καλλιέργεια των αγρών, όσο και για τη συγκομιδή των καρπών.
Κατά παρόμοιο τρόπο (προς τα ανωτέρω) διοικούσαν και τις ατομικές τους υποθέσεις, γιατί δεν είχαν μόνο ταυτότητα αντιλήψεων για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν τόση φροντίδα ο ένας για τον άλλο, όση πρέπει να δείχνουν οι λογικοί άνθρωποι και εκείνοι που έχουν την ίδια πατρίδα. Γιατί και οι πιο φτωχοί πολίται απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιώτερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις μεγάλες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, γιατί είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχη ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Εκείνοι πάλι που είχαν μεγάλες περιουσίες, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλ' επειδή εθεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, εβοηθούσαν τους απόρους και σ' άλλους μεν παραχωρούσαν αγρούς για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους χρησιμοποιούσαν για το εμπόριο και σ' άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων εργασιών. Γιατί δεν είχαν το φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που εδάνεισαν. Απ' εναντίας είχαν εμπιστοσύνη για τα χρήματα που εδάνειζαν, όμοια μ' εκείνη που είχαν και για τα χρήματα που έμεναν μέσα στο χρηματοκιβώτιό τους, γιατί έβλεπαν ότι εκείνοι που εξεδίκαζαν τις δανειακές υποθέσεις, δεν έκριναν με μέτρον επιεικείας, αλλ' ήσαν προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, ουδέ ήσαν διατεθειμένοι να αδικούν, στους δικαστικούς αγώνες των άλλων πολιτών, αλλά απεναντίας ωργίζοντο εναντίον των απατώντων, περισσότερο και απ' αυτούς τους αδικουμένους και είχαν την γνώμη ότι εκείνοι που καθιστούν άκυρα τα συμβόλαια ζημιώνουν περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους· γιατί οι πλούσιοι, αν πάψουν να χορηγούν δάνεια, δεν πρόκειται να χάσουν και μεγάλα έσοδα, ενώ οι φτωχοί, αν στερηθούν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους, θα καταντήσουν στην έσχατη ένδεια. Λόγω λοιπόν αυτής της στάσεως των δικαστών κανείς δεν έκρυβε την περιουσία του ούτε και εδίσταζε να δανείζη χρήματα· έβλεπαν μάλιστα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκείνους που εζητούσαν δάνεια παρά εκείνους που τα επέστρεφαν, γιατί συνέβαιναν σ' αυτούς και τα δύο πράγματα που θα επιθυμούσε πολύ κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Εξυπηρετούσαν δηλαδή τους πολίτας, αλλά και συγχρόνως δεν άφηναν τα κεφάλαιά τους νεκρά. Αποτέλεσμα δε των αγαθών σχέσεων μεταξύ δανειστών και οφειλετών ήταν ότι η κυριότης των χρημάτων ήταν αδιαφιλονίκητη, η δε χρήσις αυτών ήταν στη διάθεση κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη τους.
Μτφρ. Α.Μ. Γεωργαντόπουλος, Μ. Πρωτοψάλτης & Ι. Ιωαννίδη–Φαληριώτη. [1939]