ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
(θυμίαμα μάνναν)

Ελθέ μάκαρ Παιάν Τιτυοκτόνε Φοίβε Λυκορεύ
Μεμφίτ' αγλαότιμε ιήιε ολβιοδώτα
χρυσολύρη σπερμείε αρότριε Πύθιε Τιτάν
Γρύνειε Σμινθεύ Πυθοκτόνε Δελφικέ μάντι
άγριε φωσφόρε δαίμον εράσμιε κύδιμε κούρε
μουσαγέτα χοροποιέ εκηβόλε τοξοβέλεμνε
Βάκχιε και Διδυμεύ εκάεργε Λοξία αγνέ
Δήλιε άναξ πανδερκές έχων φαεσίμβροτον όμμα
χρυσοκόμα καθαράς φήμας χρησμούς τ' αναφαίνων
κλυθί μου ευχομένου λαών ύπερ εύφρονι θυμώι
τόνδε συ γαρ λεύσσεις τον απείριτον αιθέρα πάντα
γαίαν τ' ολβιόμοιρον ύπερθέ τε και δι' αμολγού
νυκτός εν ησυχίαισιν υπ' αστεροόμματον όρφνην
ρίζας νέρθε δέδορκας έχεις δε τε πείρατα κόσμου
παντός σοι δ' αρχή τε τελευτή τ' εστί μέλουσα
παντοθαλής συ δε πάντα πόλον κιθάρηι πολυκρέκτωι
αρμόζεις οτέ μεν νεάτης επί τέρματα βαίνων
άλλοτε δ' αυθ' υπάτην ποτέ Δώριον εις διάκοσμον
πάντα πόλον κιρνάς κρίνεις βιοθρέμμονα φύλα
αρμονίηι κεράσας παγκόσμιον ανδράσι μοίραν
μίξας χειμώνος θέρεος τ' ίσον αμφοτέροισιν
εις υπάτας χειμώνα θέρος νεάταις διακρίνας
Δώριον εις έαρος πολυηράτου ώριον άνθος
ένθεν επωνυμίην σε βροτοί κλήιζουσιν άνακτα
Πάνα θεόν δικέρωτ' ανέμων συρίγμαθ' ιέντα
ούνεκα παντός έχεις κόσμου σφραγίδα τυπώσιν
κλύθι μάκαρ σώζων μύστας ικετηρίδι φωνήι

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Περί Ενυπνίων

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Τα ενύπνια ούτε πάθος του αισθητικού απλώς, ούτε του νοητικού, αλλά του αισθητικού, καθό φανταστικού, ήτοι είναι πάθος της φαντασίας, ήτις είναι πάθος του αισθητικού.


1. Μετά τον ύπνον και την εγρήγορσιν πρέπει να εξετάσωμεν περί των ενυπνίων και να ζητήσωμεν εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνουσι, και αν είναι ταύτα πάθος του νοητικού ή του αισθητικού· διότι διά τούτων των δύο δυνάμεων μόνων γνωρίζομεν τα πράγματα

2. Η χρήσις της μεν όψεως είναι η όρασις, της δε ακοής το ακούειν και της αισθήσεως εν γένει είναι το αισθάνεσθαι, και κοινά μεν αντικείμενα εις πάσας τας αισθήσεις είναι το σχήμα, η κίνησις, το μέγεθος και άλλαι τοιαύται ιδιότητες, ίδια δε αντικείμενα είναι το χρώμα, ο ήχος, ο χυμός. Όταν δε κλείη τις τους οφθαλμούς και κοιμάται, είναι αδύνατον να βλέπη, το αυτό δε εφαρμόζεται και επί των αλλων αισθησεων. Ώστε είναι φανερόν ότι ουδόλως αισθανόμεθα, όταν υπνώττωμεν. Άρα το ενύπνιον δεν συλλαμβάνομεν δια της αισθήσεως

3. Αλλά προσέτι ούτε διά της γνώμης (δόξης) αισθανόμεθα αυτό. Διότι ου μόνον λέγομεν ότι προσερχόμενόν τι αντικείμενον είναι άνθρωπος ή ίππος, αλλά και ότι είναι λευκόν ή καλόν, και ουδέν εκ τούτων, ούτε αληθές ούτε ψεύδος δύναται να αποφανθή η γνώμη άνευ της αισθήσεως. Αλλ' όμως κατά τον ύπνον η ψυχή συμβαίνει να κάμνη τούτο ακριβώς, διότι και κοιμώμενοι νομίζομεν ότι διακρίνομεν, όπως και εν τη εγρηγόρσει, ότι το πλησίαζον είναι άνθρωπος και ότι είναι λευκόν.

Κατά το ενύπνιον προσέτι έχομεν την παράστασιν και άλλου τινός εκτός του αντικειμένου, όπως κατά την εγρήγορσιν όταν αντιλαμβανώμεθα. Δηλαδή όπως, όταν αντικείμενόν τι αισθανώμεθα γρηγορούντες, πολλάκις διανοούμεθα περί αυτού έτερόν τι, ούτω και κατά τον ύπνον εκτός των παραστάσεων ενίοτε εννοούμεν άλλα.

4. Δύναται δε να γείνη φανερόν τούτο, εάν, αφού εγερθή τις εκ τού ύπνου, επιστήση τον νουν και προσπαθήση να ενθυμηθή (τα όνειρα τα οποία είδεν). Ούτω τινές έχουσι παρατηρήση ότι ενθυμούνται τα όνειρά των, εκείνοι λ. χ. οίτινες κατά τα παραγγέλματα της μνημονικής τέχνης δοκιμάζουσι να παραστήσωσιν εις εαυτούς τα όνειρά των. Συμβαίνει δηλαδή εις αυτούς πολλάκις παρεκτός του ενυπνίου να παριστάνωσιν εις εαυτούς άλλο τι, μίαν εικόνα εις τον τόπον (τον δεχόμενον τας εικόνας).

5. Ώστε είναι φανερόν ότι, ουχί πάσα παράστασις, την οποίαν έχομεν κατά τον ύπνον,είναι όνειρον, και ότι εκείνο το οποίον εννοούμεν τότε, το εvvoούμεν διά της δόξης.

6. Τόσον πολύ είναι φανερόν περί όλων τούτων, ότι εκείνο το οποίον μας κάμνει είς τινας νόσους να απατώμεθα, καίπερ γρηγορούντες, το αυτό τούτο και κατά τον ύπνον προξενεί την απάτην. Ούτω, μολονότι υγιαίνομεν και μολονότι γνωρίζομεν το αληθές, όμως ο ήλιος μας φαίνεται πάντοτε ότι έχει διάμετρον ενός ποδός. Αλλ' είτε είναι η φανταστική και η αισθητική δύναμις της ψυχής εν και το αυτό, είτε είναι διάφοροι, ουχ ήττον το ενύπνιον δεν γίνεται χωρίς να βλέπωμεν και να αισθανώμεθά τι. Διότι απάται οράσεως και ακοής συμβαίνουσιν όταν τις ορά και ακούη αληθώς τι, πλην τούτο δεv είναι εκείνο όπερ αυτός νομίζει ότι ορά.

Αλλά κατά την υπόθεσιν ταύτην εν τω ύπνω ούτε βλέπει τις ούτε ακούει τι, ούτε εν γένει αισθάνεταί τι. Άρα δεν είναι αληθές, ότι δεν βλέπει τις τίποτα (εν τω ονείρω), όπως δεv είναι αληθές ότι η αίσθησις ουδέν πάσχει. Αλλά δύναται και η όψις και αι άλλαι αισθήσεις να πάσχωσί τι. Εκάστη των εικόνων (καθ' ύπνους) προσβάλλει κατά τινα τρόπον την αίσθησιν ως εάν τις ήτο γρηγορών, ουχί όμως ούτως, όπως κατά την αληθή εγρήγορσιν. Και άλλοτε μεν η δόξα μας λέγει ότι είναι ψεύδος εκείνο όπερ βλέπομεν, όπως όταν γρηγορώμεν, άλλοτε δε νικάται υπό της εικόνος η δόξα και ακολουθεί αυτήν (ως αληθή)

7. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το πάθος τούτο, το οποίον καλούμεν ενύπνιον, δεν είναι πάθος της δόξης ούτε της διανοίας (της δόξης και του νου)· αλλ' ούτε και της αισθήσεως απλώς, διότι θα εβλέπομεν απλώς και θα ηκούομεν (καθ' ύπνους).

8. Αλλά πρέπει να εξετάσωμεν κατά ποίαν σημασίαν και κατά τίνα τρόπον συμβαίνει το πάθος τούτο εις αυτήν. Ας τεθή λοιπόν βάσις τούτο, όπερ και φανερόν είναι, ότι τό πάθος τούτο (το όνειρον) ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, διότι και ο ύπνος είναι πάθημα του αισθητικού μέρους. Και αληθώς δεν συμβαίνει εις άλλο μέρος ζώων ο ύπνος και εις άλλο το ενύπνιον, αλλά και τα δύο υπάρχουσιν εις το αυτό μέρος.

Περί φαντασίας ήδη έγινε λόγος εις τα περί Ψυχής, και είπομεν ότι η φανταστική δύναμις είναι η αυτή με την αισθητικήν αλλ' ο τρόπος της εκδηλώσεως της φαντασίας και ο της αισθήσεως είναι διάφοροι· είναι δηλ. φαντασία η κίνησις ήτις γίνεται υπό του εν ενεργεία αισθήματος , το δε ενύπνιον φαίνεται ότι είναι εικών της φαντασίας, διότι ενύπνιον λέγομεν την εικόνα ήτις εμφανίζεται κατά τον ύπνον είτε απολύτως είτε κατά τινα τρόπον. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το όνειρεύεσθαι ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, και ανήκει εις ταύτην καθό φανταστικήν.



Αριστοτέλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: