Είναι μάλλον απλό να σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν από την πρώτη στιγμή, πού άνοιξε τά μάτια του ο άνθρωπος, είδε τον ήλιο και τους λοιπούς αστερισμούς και άρχισε να τους παρακολουθεί. Έτσι βαθμιαία διαπίστωσε τις κινήσεις τους, επεσήμανε την περιοδικότητά τους και με τον καιρό άρχισε να συνδυάζει τις θέσεις τους με τις διάφορες αλλαγές στην φύση, πού συνέβαιναν γύρω του. Έτσι διαπίστωσε π.χ. ότι η διάρκεια της μέρας και της νύχτας, η ζέστη ή το κρύο και τα άλλα μετεωρολογικά φαινόμενα, είχαν άμεση σχέση με την πορεία του ηλίου, ή οι παλίρροιες με τις διάφορες φάσεις της σελήνης.
Δεν άργησε λοιπόν να θεοποιήσει τον ήλιο, την σελήνη και τά άλλα ουράνια σώματα, αφού οι δυνάμεις αυτών του φαινόταν υπερφυσικές και προέβαινε και σε λατρευτικές δραστηριότητες.
Η παρατήρηση του κύκλου των φυτών, άμεσα συνδεδεμένα και αυτά με τον ήλιο, οδήγησε στην διαπίστωση των εποχών και του έτους και στην έγκαιρη από μέρους του ανθρώπου εκτέλεση των γεωργικών εργασιών. Έτσι λοιπόν οι καθημερινές και θρησκευτικές ανάγκες οδήγησαν στην μεθοδικότερη παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων (κυρίως του ηλίου, της σελήνης, του Σείριου, του Ωρίωνα και των Πλειάδων) και στον ακριβέστερο προσδιορισμό της διάρκειας των πρωταρχικών μονάδων μέτρησης της καινούριας έννοιας πού γεννήθηκε, του χρόνου, η ημέρα δηλαδή και το έτος.
Ειδικότερα στην αρχαία Ελλάδα, όπου αναπτύχθηκε τουλάχιστον από την 9η χιλιετία π.Χ. η ναυσιπλοΐα και πολύ σύντομα διαπιστώθηκε η χρησιμότητα των αστέρων και αστερισμών στην διεξαγωγή αυτής, η απλή παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων μετετράπη σε επιστημονική καταγραφή και έτσι γεννήθηκε και συνεχώς έκτοτε αναπτύσσεται η Αστρονομία.
Η ημερολογιακή γνώση μάλιστα φαίνεται ότι ξεκίνησε από την Ναυσιπλοΐα και από αυτή πέρασε στον γεωργικό τομέα. Ο Ησίοδος στο έργο του «Έργα και Ημέραι» παραγγέλλει. «Να αρχίζετε τον θέρο όταν ανατέλλουν οι κόρες του Άτλαντος Πλειάδες, και την σπορά όταν δύουν». Σύμφωνα με τον Πολύβιο ο αστερισμός των Πλειάδων (η γνωστή μας Πούλια) ήταν τόσο σπουδαίος, ώστε οι Αχαιοί τον χρησιμοποιούσαν και σαν αρχή του πολιτικού τους έτους. Ακόμα και σήμερα οι Ινδιάνοι Τουκάνο της Βραζιλίας υπολογίζουν τις εποχές με την βοήθεια των Πλειάδων.
Φαίνεται έχουν μείνει ακόμη στα στοιχεία πού πήραν από τους εκπολιτιστές του Πλανήτη, Έλληνες, κατά την προϊστορία. Στους άλλους λαούς οι παρατηρήσεις του ενάστρου ουρανού περιβεβλημένες με μανδύα δεισιδαιμονιών και μαγείας περιορίστηκαν μόνο σε εμπειρική στοιχειώδη αξιοποίηση, παρά την εντύπωση πού κυριαρχεί ότι τάχα οι Έλληνες δανείστηκαν τις αστρονομικές τους γνώσεις από τους λαούς αυτούς (Βαβυλωνίους, Χαλδαίους, κ.λ.π.). Όταν οι Έλληνες ναυσιπλοούσαν, αυτοί δεν υπήρχαν κάν. Είναι αστείος επομένως ο παραπάνω ισχυρισμός.
Η ημέρα λοιπόν, θυγατέρα της Νύχτας και του Ερέβους, αδελφή του Αιθέρα και εγγονή του Χάους, κατά την θεογονία τού Ησίοδου, αποτέλεσε την πρώτη φυσική μονάδα μέτρησης του χρόνου (χρονική διάρκεια). Προκύπτει από την περιστροφή της Γής γύρω από τον άξονά της, και διαρκεί όσο και η περιστροφή. Είναι καλύτερα αντιληπτή με την φαινόμενη πορεία του Ηλίου από την ανατολή προς την δύση. Ο Όμηρος την διαιρούσε σε έξι τμήματα, ηώ – μέσον ήμαρ – δείλη για το φωτεινό τμήμα της ημέρας (μέρα), και εσπέρα – μέση νύχτα – αμφιλύκη για το σκοτεινό τμήμα (νύχτα). Αλλά και η Σελήνη, αδελφή του Ηλίου και της Ηούς και θυγατέρα των Τιτάνων Υπερίωνος και Θείας κατά τον Ησίοδο, χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα για την μέτρηση του χρόνου. Έτσι οι διάφορες φάσεις της Σελήνης προσδιόριζαν τον σεληνιακό μήνα, την δεύτερη φυσική μονάδα του χρόνου. Τέλος ο αέναος κύκλος των εποχών οδήγησε στην τελευταία φυσική μονάδα μέτρησης, το έτος. Αυτό συνδέεται με την περιφορά της Γής γύρω από τον Ήλιο.
Έτσι άρχισε η ανάπτυξη ενός ημερολογιακού συστήματος σημαντικό ρόλο στο οποίο ίσως έπαιξε και ο μύθος της γέννησης του Απόλλωνος (=Ήλιος) στην νήσο Δήλο. Μόλις γεννήθηκε ο ακερσεκόμης θεός του φωτός, οι ιεροί κύκνοι της Μαιονίας, πού θα έσερναν μελλοντικά το άρμα του στα ταξίδια του, επτά φορές έκαναν τον γύρο του ιερού νησιού και επτά φορές τραγούδησαν προς τιμήν του προσδίδοντας σ’ αυτόν τον αριθμό μια μοναδική ιερότητα. Κατά τον Όμηρο άλλωστε «επτά βοών αγέλας και επτά ποίμνια» είχε ο Ήλιος (πρίν ταυτιστεί με τον Φοίβο Απόλλωνα), ενώ επτά ήταν οι γυιοί του και επτά οι κόρες του.
Έκτοτε ο αριθμός επτά επαναλαμβάνεται σε πολλές θαυμαστές περιπτώσεις και μέχρι σήμερα διατηρεί τον συμβολισμό του. Σταχυολογούμε μερικές: Τά επτά θαύματα του κόσμου, τις επτά πόλεις πού «μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ομήρου», τους επτά σοφούς της αρχαιότητος, τά επτά αρσενικά και επτά θηλυκά παιδιά της Νιόβης, τους επτά εφήβους και τις επτά παρθένες πού αποτελούσαν τον φόρο αίματος της Αθήνας στον Μινώταυρο, τις επτά ημέρες πού παρεμπόδιζε η Ήρα την γέννηση του Ηρακλή, τις επτά ημέρες πού επωάζει τον χειμώνα η Αλκυόνη τά αυγά της, τά επτά άστρα πού συνιστούν την Μεγάλη αλλά και την Μικρή Άρκτο και τις επτά Πλειάδες.
Ακόμα επταφαείς ήταν κατά τους ορφικούς οι ζώνες του φωτός, επτάφωνος ήταν η ιερή στοά στην Ολυμπία, επτά ήταν οι εκστρατεύσαντες κατά της επτάπυλης και επτάπυργης Θήβας (επτά επί Θήβας). Αλλά να αναφέρουμε και τά επτά φωνήεντα της θείας κατασκευής ελληνικής γλώσσας. Άλλωστε κατά τους Πυθαγορείους ο αριθμός επτά ήταν τέλειος αφού αποτελούσε το άθροισμα δύο τέλειων αριθμών, του τρία (τρίγωνο) και του τέσσερα (τετράγωνο). Είναι δε ο μοναδικός αριθμός της δεκάδας, πού ούτε διαιρείται ούτε πολλαπλασιάζεται για να δώσει κάποιον άλλο μέσα στην δεκάδα. Σήμερα μιλάμε για έβδομο ουρανό, επτάζυμο άρτο, επτάψυχες γάτες, επτασφράγιστο μυστικό κλπ., ενώ και η «Αποκάλυψη του Ιωάννου» βρίθει περιπτώσεων πού ο αριθμός επτά δεν μπορεί να είναι τυχαίος. Έτσι επτά επιστολές στις επτά εκκλησίες, επτά πύρινες λαμπάδες, επτά σφραγίδες, επτά σάλπιγγες, επτά σαλπίσματα κ.λ.π.
Έπειτα από όλα αυτά εύλογα κατανοεί κανείς γιατί ο αριθμός των ημερών της εβδομάδας είναι επτά, ενώ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την κυριαρχούσα άποψη, ότι δηλαδή η διαίρεση του μήνα σε επταήμερα είναι χαλδαϊκής προελεύσεως. Πάντως και οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωσαν την κάθε μέρα της εβδομάδος σε κάποιον θεό, κάνοντας ταυτόχρονα και τήν ονοματοθεσία τους. Έτσι η πρώτη ημέρα αφιερώθηκε στον Ήλιο, η δεύτερη στην Σελήνη, η τρίτη στον Άρη, η τέταρτη στον Ερμή, η πέμπτη στον Δία, η έκτη στην Αφροδίτη και η έβδομη στον Κρόνο. Οι Ρωμαίοι παρέλαβαν τά ονόματα και τά μετέφρασαν απλώς στην αιολική διάλεκτο, δηλαδή στα λατινικά, και δι’ αυτών, των Ρωμαίων, διαδόθηκαν στην Δύση και διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Έλληνες Ορθόδοξοι δέχτηκαν την εβραϊκή αρίθμηση και εγκατέλειψαν τά ονόματα πού παρέπεμπαν στο Δωδεκάθεο. Αντί της Πρώτης Σαββάτου μόνο, χρησιμοποιούν την Κυριακή, σε ανάμνηση της ανάστασης του Κυρίου. Αντίθετα οι λοιποί Ευρωπαίοι διατηρούν την ελληνική ονοματοθεσία μεταφρασμένη βεβαίως στην διάλεκτό τους. Η εβδομάδα αποτελεί την πρώτη τεχνητή μονάδα μέτρησης του χρόνου, η αξία της όμως μάλλον οφείλεται σέ θρησκευτικούς λόγους παρά στην επιστημονική της αναγκαιότητα.
Οι μήνες στην ελληνική αρχαιότητα έπαιρναν το όνομα από τις εορτές πού τελούνταν στην διάρκειά τους καί εποίκιλαν από πόλη σε πόλη , ενώ στους Ρωμαίους άλλοι φέρουν τά ονόματα θεών ή καισάρων και άλλοι τον αύξοντα αριθμό τους.
Έτσι ο Ιανουάριος οφείλει το όνομά του στον διπρόσωπο θεό ή βασιλιά Ιανό, ο Φεβρουάριος στις εορτές προς τιμήν του Κρόνου, ο Μάρτιος στον θεό Άρη, ο Απρίλιος στην Αφροδίτη, ο Μάιος στην μητέρα του Ερμή, Μαία, ο Ιούνιος στην Ήρα, ο Ιούλιος στον ομώνυμο καίσαρα, ο Αύγουστος στον Οκταβιανό πού ονομάστηκε Αύγουστος (= σεβαστός), ενώ οι υπόλοιποι μήνες φέρουν ονόματα με βάση την αρίθμησή τους στα λατινικά και την θέση τους στους 10 αρχικούς μήνες επί Ρωμύλου. Ο Ιανουάριος και Φεβρουάριος είναι μεταγενέστερες προσθήκες από τον Νουμά, τον Σαβίνο βασιλιά των Ρωμαίων, πού διαδέχτηκε τον Ρωμύλο. Από τά αρχαιοελληνικά αναφέρουμε ενδεικτικά τους μήνες σύμφωνα με το ηλιοσεληνιακό αττικό ημερολόγιο. Γαμηλιών (Ιαν/Φεβ), Άνθεστηριών (Φεβ/Μαρ), Ελαφηβολιών (Μαρ/Απρ), Μουνυχιών (Απρ/Μάι), Θαργηλιών (Μάι/Ιούν), Σκιροφοριών (Ιουν/Ιουλ), Εκατομβαιών (Ιουλ/Αυγ), Μεταγειτνιών (Αυγ/Σεπ), Βοηδρομίων (Σεπ/Οκτ), Πυανεψιών (Οκτ/Νοε), Μαιμακτηριών (Νοε/Δεκ) και Ποσειδεών (Δεκ/Ιαν). Ο μήνας άρχιζε με την πρώτη ορατότητα της Σελήνης και τελείωνε με την νέα Σελήνη, ενώ το έτος άρχιζε με την πρώτη ορατότητα της Σελήνης μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Με την ρωμαϊκή κατάκτηση η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα υιοθέτησε σταδιακά το ρωμαϊκό ηλιακό ημερολόγιο.
Από την αρχαιότητα έγιναν πολλές προσπάθειες σύνδεσης του έτους με τους μήνες αλλά και τις ημέρες, παρά τις δυσκολίες πού ενέχει το γεγονός, ότι το έτος δεν περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών (περίπου 365,25) ή μηνών, ούτε ο σεληνιακός μήνας περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών (περίπου 29,5 κατά μέσο όρο). Έτσι προτεινόταν κατά καιρούς, κυρίως από τούς Έλληνες, διάφορες διορθώσεις ή και εμβόλιμοι μήνες ανά μερικά έτη. Για ιστορικούς λόγους αναφέρουμε την συμβολή του Αναξίμανδρου του Μιλήσιου, τού Κλεόστρατου τού Τενέδιου, του περίφημου Μέτωνα Παυσανίου από την Αθήνα ( Μέτωνος ενιαυτός), του Καλλίπου του Κυζικηνού (μέτοικος στην Αθήνα), του Αριστάρχου του Σαμίου και βεβαίως του Ιππάρχου.
Επίσης ο Ιούλιος καίσαρ το 46 π.Χ. επέφερε σημαντική μεταρρύθμιση στο ημερολόγιο δίδοντας μάλιστα το όνομά του (Ιουλιανό ημερολόγιο). Για την ακρίβεια επέβαλε την μεταρρύθμιση πού επεχείρησε δύο αιώνες πρίν, το 238 στην Αίγυπτο, ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, αλλά η αντίδραση του ιερατείου τον εμπόδισε. Με την μεταρρύθμιση αυτή εισήχθη το δίσεκτο έτος. Το Ιουλιανό ημερολόγιο κάθε 400 χρόνια κέρδιζε 3 ημέρες. Την ανακρίβεια την διαπίστωσε ο βυζαντινός σοφός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1359), αλλά την αίτησή του για διόρθωση του ημερολογίου την απέρριψε ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, για να μην προκληθεί σκάνδαλο στις συνειδήσεις των πιστών. Έτσι την νέα μεταρρύθμιση θα την κάνει ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ το 1582 με τις προτάσεις επιστημονικής επιτροπής, πού συνέστησε προς τούτο. Το νέο ημερολόγιο εκλήθη Γρηγοριανό και η ακρίβειά του είναι μια ημέρα κάθε 3.323 χρόνια. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο καθιερώθηκε στην Ευρώπη με καθυστέρηση αιώνων. Στην Ελλάδα εισήχθη το 1923, οπότε η 16η Φεβρουαρίου μετονομάστηκε σε 1η Μαρτίου, η εκκλησία όμως το δέχθηκε το επόμενο έτος 1924. Σήμερα υπάρχουν κάποιοι πιστοί, πού ακόμα χρησιμοποιούν ως προς τά εκκλησιαστικά το Ιουλιανό ημερολόγιο, οι λεγόμενοι παλαιοημερολογίτες..
Εκτός από τις μονάδες χρονολόγησης των αστρονομικών κύκλων, παλαιότατο σύστημα και ευρέως χρησιμοποιούμενο ήταν οι Ολυμπιάδες. Ολυμπιάς ήταν το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μεταξύ δύο διοργανώσεων της εορτής των Ολυμπίων. Ως πρώτο έτος της πρώτης Ολυμπιάδος εθεωρείτο το 776 π.Χ., έτος αναβίωσης βεβαίως και όχι ιδρύσεως, των Ολυμπιακών Αγώνων. Τέλος αναφέρομε ότι στα ελληνιστικά χρόνια η χρονολόγηση γινόταν από θανάτου Αλεξάνδρου (του Μεγίστου), ενώ βεβαίως με την επικράτηση του Χριστιανισμού καθιερώθηκε ως βάση χρονομέτρησης η ημερομηνία γέννησης του Χριστού και ο χρόνος διακρίνεται σήμερα σε π.Χ και μ.Χ.
ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
(θυμίαμα μάνναν)
Ελθέ μάκαρ Παιάν Τιτυοκτόνε Φοίβε Λυκορεύ
Μεμφίτ' αγλαότιμε ιήιε ολβιοδώτα
χρυσολύρη σπερμείε αρότριε Πύθιε Τιτάν
Γρύνειε Σμινθεύ Πυθοκτόνε Δελφικέ μάντι
άγριε φωσφόρε δαίμον εράσμιε κύδιμε κούρε
μουσαγέτα χοροποιέ εκηβόλε τοξοβέλεμνε
Βάκχιε και Διδυμεύ εκάεργε Λοξία αγνέ
Δήλιε άναξ πανδερκές έχων φαεσίμβροτον όμμα
χρυσοκόμα καθαράς φήμας χρησμούς τ' αναφαίνων
κλυθί μου ευχομένου λαών ύπερ εύφρονι θυμώι
τόνδε συ γαρ λεύσσεις τον απείριτον αιθέρα πάντα
γαίαν τ' ολβιόμοιρον ύπερθέ τε και δι' αμολγού
νυκτός εν ησυχίαισιν υπ' αστεροόμματον όρφνην
ρίζας νέρθε δέδορκας έχεις δε τε πείρατα κόσμου
παντός σοι δ' αρχή τε τελευτή τ' εστί μέλουσα
παντοθαλής συ δε πάντα πόλον κιθάρηι πολυκρέκτωι
αρμόζεις οτέ μεν νεάτης επί τέρματα βαίνων
άλλοτε δ' αυθ' υπάτην ποτέ Δώριον εις διάκοσμον
πάντα πόλον κιρνάς κρίνεις βιοθρέμμονα φύλα
αρμονίηι κεράσας παγκόσμιον ανδράσι μοίραν
μίξας χειμώνος θέρεος τ' ίσον αμφοτέροισιν
εις υπάτας χειμώνα θέρος νεάταις διακρίνας
Δώριον εις έαρος πολυηράτου ώριον άνθος
ένθεν επωνυμίην σε βροτοί κλήιζουσιν άνακτα
Πάνα θεόν δικέρωτ' ανέμων συρίγμαθ' ιέντα
ούνεκα παντός έχεις κόσμου σφραγίδα τυπώσιν
κλύθι μάκαρ σώζων μύστας ικετηρίδι φωνήι
Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου